- μακροβίου
- μακρόβιοςlong-livedmasc/fem/neut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Μαθουσάλας — (εβρ. Μαθουσαέλ). Όνομα δύο βιβλικών προσώπων. 1. Ο τέταρτος απόγονος του Κάιν και πατέρας του Λάμεχ. 2. Πατριάρχης που έμεινε παροιμιώδης για τη μακροζωία του. Σύμφωνα με την αφήγηση της Βίβλου –στην οποία, άλλωστε, οι αριθμοί έχουν συχνά… … Dictionary of Greek
μακροβιότητα — η (AM μακροβιότης) [μακρόβιος (I)] η ιδιότητα τού μακρόβιου, η μεγάλη διάρκεια ζωής, η μακροζωία … Dictionary of Greek
μακρόβιος — I Όνομα αγίων της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. 1. Καταγόταν από την Καππαδοκία. Μαρτύρησε επί Λικινίου μαζί με τους Λουκιανό, Γορδιανό, Ζωτικό, Ηλεί και Βαλεριανό. Η μνήμη του τιμάται στις 13 Σεπτεμβρίου. 2. Μαρτύρησε μαζί με τους Μίλδα, Αφροδίσιο … Dictionary of Greek
Καραβίτης, Βασίλης — (Νέα Ορεστιάδα Έβρου 1934 –). Δικηγόρος και λογοτέχνης. Σπούδασε στη νομική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και σταδιοδρόμησε ως δικηγόρος (1957 85). Παράλληλα ασχολήθηκε και με τη λογοτεχνία, ενώ είναι μέλος της Εταιρείας Ελλήνων Συγγραφέων.… … Dictionary of Greek
Λαβέριος Δέκιμος — (105 – 43 π.Χ.). Ρωμαίος κωμωδιογράφος. Ο Λ. εισήγαγε τον μίμο ως λογοτεχνικό είδος, προκαλώντας την οργή του Καίσαρα με την πολιτική κριτική που ασκούσε μέσω των έργων του. Σύμφωνα με βιογραφική μαρτυρία του Μακρόβιου, ο Καίσαρας, επιθυμώντας να … Dictionary of Greek